ὁπλοφόρους

ὁπλοφόρους
ὁπλοφόρος
bearing arms
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • облеченыи — (30) прич. страд. прош. к облечи2 ( щи). 1.В 1 знач.: и тѹ постриженѣ ѥи быти. и въ мьнишьскѹю одежю облеченѣ ѥи быти. ЖФП XII, 33б; ѥдиного же ѹвидѣ [стрелка] вышьша инѣхъ и въ цр(с)кы˫а брънѧ ѡблечена (καϑωπισμένоν) ГА XIII–XIV, 130г; повѣлѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CURETES — populi Cretae, qui et Corybantes, et Idaei Dactyli appellati sunt, ex Ida Phrygiae monte (ut quidam volunt) oriundi. Dicti Κουρῆτες Straboni, l. 10. ἀπὸ τῆς κουρᾶς, h. e. ae tonsura, anteriorem enim capitis partem detonsam gestabant, ne hostes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σιδηροφορώ — σιδηροφορῶ, έω, ΝΑ [σιδηροφόρος] (ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.) αρχ. 1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια 2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, έομαι προχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από …   Dictionary of Greek

  • Αγκάς, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Kαταγόταν από τη Χίο. Στρατολόγησε οπλοφόρους, δημιουργώντας έτσι δικό του στρατιωτικό σώμα, με το οποίο πολέμησε εναντίον του Δράμαλη, του Ιμπραήμ, του Κιουταχή κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Αργύρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Άγγελος. Καταγόταν από την Αθήνα. Συμμετείχε σε διάφορες μάχες και σκοτώθηκε στη διάρκεια της Επανάστασης σε μια συμπλοκή με Τούρκους του Ομέρ πασά της Καρύστου. 2. Αναγνώστης. Αθηναίος οπλαρχηγός, o οποίος το 1822… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδάμης. Καπετάνιος από την περιοχή Λεονταρίου της Αρκαδίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες με οπλοφόρους που στρατολόγησε από τα χωριά Ρούτσι και Ανεμοδούρι. Πολεμώντας στο Μανιάκι, σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Κοντογιάννης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. Η καταγωγή τους ήταν αρβανιτοβλαχική, αλλά η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στον Βάλτο της Ακαρνανίας και εξελληνίστηκε. 1. Βαγγέλης (1800 – 1875). Γιος του Μήτζιου Κ. (βλ. 5.). Ως οπλαρχηγός έλαβε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • Λόντος, Ανδρέας — (Βοστίτσα [σημερινό Αίγιο] 1785; – 1846). Αγωνιστής του 1821, πολιτικός και πρόκριτος της Boστίτσας. Έγινε γρήγορα γνωστός για τη συνετή διοίκηση της επαρχίας, όταν ανέλαβε τη θέση του πατέρα του, που είχε εγκατασταθεί προσωρινά στην Τρίπολη, ως… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”